αγνος

αγνος
    I.
    ἁγνός
    3
    1) чистый, непорочный, праведный
    

(Ἄρτεμις Hom.; Δημήτηρ HH.; Ἀπόλλων Pind.; φιλία Xen.)

    λέχους или γάμων ἁ. Eur., Plat. — ведущий целомудренный образ жизни;
    βοῦς ἁγνή Aesch. — корова без порока (по друг. не знавшая ярма)

    2) невиновный, невинный
    

ἁ. τινος Eur., Plat. — невиновный в чем-л.;

    ἁ. ἐπί τινα Soph. — невинный перед кем-л.

    3) священный, заповедный
    

(ἑορτή Hom.; ἄλσος HH.; τέμενος Pind.)

    ἐν ἁγνῷ Aesch. — в священном месте;
    χῶρος οὐχ ἁ. πατεῖν Soph. — священное (заповедное) место,

    4) очищающий, искупительный
    

(λουτρόν Soph.)

    5) очистившийся (от преступления), искупивший свою вину
    

ὅθ΄ ἁ. ἦν Soph. — как только (Геракл) очистился от своей вины

    II.
    ἄγνος
     и ἥ итальянская (волошская) верба, «авраамово дерево» (Vitex Agnus Castus) HH., Plat., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "αγνος" в других словарях:

  • ἅγνος — ἄγνος , ἄγνος chaste tree fem nom sg ἄγνος , ἄγνος chaste tree masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγνος — chaste tree fem nom sg ἄγνος chaste tree masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνός — pure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

  • αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

  • αγνός — ή, ό 1. καθαρός, αθώος, τίμιος: Πρόκειται για κορίτσι αγνό. 2. ανόθευτος: Μου δωσε λάδι αγνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄγνω — ἄγνος chaste tree fem nom/voc/acc dual ἄγνος chaste tree fem gen sg (doric aeolic) ἄγνος chaste tree masc nom/voc/acc dual (attic) ἄγνος chaste tree masc gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνά — ἁγνός pure neut nom/voc/acc pl ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc/acc dual ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνότερον — ἁγνός pure adverbial comp ἁγνός pure masc acc comp sg ἁγνός pure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνοτάτω — ἁγνός pure masc/neut nom/voc/acc superl dual ἁγνός pure masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνοτάτων — ἁγνός pure fem gen superl pl ἁγνός pure masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»